Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η Στεμνίτσα είναι ένας πλούσιος αρχιτεκτονικά οικισμός. Είναι χτισμένη ανάμεσα από τέσσερις ρεματιές. Τα σπίτια είναι εξέλιξη ενός αρχικού πρότυπου ορθογώνιας κάτοψης, του «μακριναριού», που με τη σειρά του απηχεί παμπάλαια αρχέτυπα και προσαρμόζονται πάντα στη δυναμική του εδάφους με τον διαμήκη άξονά τους σχεδόν πάντα κάθετο στις ισοϋψείς καμπύλες. Το στενό τους μέτωπο είναι στραμμένο προς τη θέα. Αυτό, σε συνδυασμό με τις πολλαπλές θέες που προκύπτουν από τη ρυθμική εναλλαγή πλαγιών, ρεματιών και υψωμάτων, προσδίδει μια ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια στο οικιστικό σύνολο.
Δημοσιά και Πλατεία
Η καρδιά του οικισμού είναι ένας στενός δρόμος γεμάτος στροφές και γεφύρια, η «δημοσιά», που γύρω του συγκεντρώνονται τα δημόσια κτίρια μαζί με τα μαγαζιά και τα εργαστήρια. Εκεί που ο δρόμος πλαταίνει περισσότερο, σχηματίζεται η πλατεία, κοινωνικός πυρήνας του χωριού με την εκκλησία, το καμπαναριό, το δημαρχείο, τα καφενεία. Από τον κύριο δρόμο ξεκινά ένα ακανόνιστο πυκνό πλέγμα πέτρινων δρομίσκων, τα «καλντερίμια» που ανεβοκατεβαίνουν με μεγάλη ελευθερία και γραφικότητα, περνούν από σπίτια και αυλές, από στενά χαγιάτια και σκιερούς θόλους. Άλλοι σταματούν ξαφνικά μπροστά σε μεγάλες τοξωτές αυλόθυρες και άλλοι γίνονται μονοπάτια προς τα χωράφια, τις πηγές του δάσους και τα μακρινά ξωκλήσια.
Η γυμνή πέτρα από μακριά προσδίδει στον οικισμό τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, την αίσθηση της στερεότητας, της διάρκειας και της εναρμόνισης με το τραχύ, ορεινό τοπίο, ενώ από κοντά φανερώνει τη μαστοριά του τεχνίτη στις λεπτομέρειες λάξευσης και αρμολογήματος, στους συνδυασμούς των δομικών μορφών και στη διακόσμηση.
Οι όγκοι των σπιτιών σε μια τέτοια αρχιτεκτονική της πέτρας διαγράφονται αυστηρά και με έμφαση στις ακμές. Τα ανοίγματα είναι μικρά και, όσο κι αν μεγαλώνουν αργότερα σε διαστάσεις και αριθμό, η κυριαρχία του συμπαγούς στις επιφάνειες των τοίχων διατηρείται. Τα μπαλκόνια είναι επίσης μεταγενέστερη επίδραση και δεν ανήκουν στην τοπική παράδοση, ενώ υπάρχουν και πολύ λίγες περιπτώσεις «σαχνισιών», δηλαδή του κλειστού εξώστη που συναντάμε στη Βόρεια Ελλάδα. Η κάλυψη στα στεμνιτσιώτικα σπίτια γίνεται με κεραμοσκέπαστη στέγη που στηρίζεται σε ξύλινη κατασκευή.
Ο αρχιτεκτονικός τύπος
Ο κατεξοχήν αρχιτεκτονικός τύπος σπιτιών είναι ο πλατυμέτωπος, ορθογώνιος, με αναλογίες περίπου ένα προς δύο, συμπαγής αυστηρός όγκος, λιτός σε μορφολογικά στοιχεία. Στην αρχαιότερή του μορφή είναι διώροφος με κύριο χώρο ζωής την πάνω στάθμη, το «ανώι», στην οποία οδηγεί πέτρινη εξωτερική σκάλα, ενώ το ισόγειο θολωτό μονόχωρο, το «κατώι», λειτουργεί σαν αποθήκη και στάβλος με ξεχωριστή είσοδο από την αυλή. Το ανώι με το κατώι συνδέονται συχνά απευθείας με απότομη ξύλινη σκάλα διαμέσου μιας οριζόντιας καταπακτής, την «τράπα».
Η αυλή, εκτός από τον καθαρά βοηθητικό της ρόλο, αποκτά και τη σημασία προδρόμου καθώς η κύρια είσοδος του σπιτιού βλέπει σ’ αυτή, γι’ αυτό και διαμορφώνεται επιμελημένα. Η πέτρινη σκάλα που καταλήγει σε ξύλινο χαγιάτι μπροστά από την πόρτα του ανωγιού, έχει ξεχωριστή σημασία στη λειτουργία αλλά και στην αντίληψη της κατοίκησης του στεμνιτσιώτικου σπιτιού.
Εσωτερικός χώρος
Ο εσωτερικός χώρος του ανωγιού είναι τριμερής και διαμορφώνεται με την παρεμβολή ελαφρών ξύλινων χωρισμάτων (μπαγδατί). Οι τρεις κύριοι χώροι του είναι: η εμπατή ή μπασιά, χώρος εισόδου συνηθέστερα ανατολικά, και απέναντι η καμαρούλα, μικρή αποθήκη και καμιά φορά χώρος ύπνου. Το χειμωνιάτικο, είναι ο κατεξοχήν χώρος διημέρευσης, με τζάκι, πέτρινο δάπεδο που βρίσκεται πάνω από το θόλο του κατωγιού. Σ’ αυτόν υπάρχουν ελάχιστα ανοίγματα ή συνήθως ένα μικρό. Το χειμωνιάτικο είναι ένα σκοτεινό δωμάτιο, κατευθείαν απόγονος προϊστορικών τύπων κατοικίας. Τέλος, υπάρχει η σάλα, το καλό δωμάτιο, με ξύλινο σανιδένιο πάτωμα -απ’ όπου και η τοπική ονομασία της σάλας: «πάτωμα».
Η σάλα είναι όμορφο δωμάτιο με πολλά ανοίγματα και πολύ φως, συνήθως μεσημβρινό και με θέα.
Εξέλιξη αρχιτεκτονικής στη Στεμνίτσα
Την εποχή της ακμής και του πλούτου της Στεμνίτσας, από τα μέσα του 19ου αιώνα περίπου, ο αρχικός μονώροφος, πλατυμέτωπος τύπος σπιτιού διαμορφώνεται σε πολυώροφο, ενώ η κάτοψη εξελίσσεται προσθετικά. Σε πρώτη φάση προστίθεται απλά όροφος που επικοινωνεί με το ισόγειο με εσωτερική σκάλα. Η ανάγκη εξεύρεσης περισσότερων χώρων οδηγεί στη μεταλλαγή του αρχικού αυστηρού ορθογώνιου της κάτοψης με αποτέλεσμα την εμφάνιση των παραλλαγών «σχήματος Γ», «τετραγώνου» ή και «δίδυμων σπιτιών» με νεοκλασικές (αστικές) επιδράσεις. Σιγά-σιγά οι λειτουργίες διαχωρίζονται και τα δωμάτια στον όροφο γίνονται περισσότερα. Ο εσωτερικός χώρος οργανώνεται επίσης με τη χρήση ξύλινων μεσοτοιχιών ( μπαγδατί) και παρουσιάζει σαφώς μεγαλύτερη εξειδίκευση χώρων απ’ ότι στο παρελθόν (δευτερεύοντες χώροι, μαγειριό, λουτρό).
Το πυργόσπιτο που δημιουργείται, προσαρμοσμένο στις έντονες υψομετρικές διαφορές, έχει διώροφη όψη στο δρόμο, ενώ στις υπόλοιπες εμφανίζεται τριώροφο, τετραώροφο, ακόμα και πενταώροφο ανάλογα με την κλίση. Στην πορεία εξέλιξης του τύπου παρατηρείται ακόμα αύξηση του αριθμού και του μεγέθους των παραθύρων, εμφάνιση μικρών εξωστών με σιδεριά αντί για ξύλινο χαγιάτι και έντονη επίδραση νεοκλασικών προτύπων ιδιαίτερα στη μορφολόγηση.
Πηγή: Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας