Οι Στεμνιτσιώτες, φημισμένοι τεχνίτες, ιδιαίτερα από τον 17ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα, διακρίθηκαν ιδιαίτερα στην επεξεργασία των μετάλλων από τα οποία χρησιμοποίησαν κάθε είδος, από τα πιο απλά μέχρι και τα πιο πολύτιμα.
Αποτέλεσμα ήταν η Στεμνίτσα να γνωρίσει μεγάλη δόξα, χάρη στους χαλκωματάδες, τους μπρουντζάδες και κυρίως τους χρυσικούς της.
Οι περισσότεροι τεχνίτες της Στεμνίτσας εξασκούσαν την τέχνη τους σε μόνιμα εργαστήρια, παράλληλα όμως ήσαν και πλανόδιοι. Ταξίδευαν το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου και έφταναν πολύ πιο πέρα από τα όρια της Αρκαδίας ή της Πελοποννήσου. Έφταναν μάλιστα στα νησιά του Ιονίου και έως την ξακουστή Πόλη και από την Αίγυπτο και την Κύπρο έως το Δούναβη.
Τα ταξίδια τους αυτά γίνονταν από οργανωμένες ομάδες τεχνιτών, τις κουμπανίες ή τα μπουλούκια όπως ονομάζονταν. Οι μετακινήσεις αυτές διακρίνονταν σε μακρινά ταξίδια πολλών μηνών και σε κοντινά που διαρκούσαν λίγους μήνες. Υπήρχαν όμως και τεχνίτες που έκαναν πολύ κοντινά και ολιγοήμερα ταξίδια, απλώς για να καλύψουν προσωρινές ανάγκες.
Οι τεχνίτες της κάθε μιας ειδικότητας, για να προστατεύουν τα δικαιώματά τους, ήσαν ήδη από τα βυζαντινά χρόνια οργανωμένοι σε συντεχνίες , που αργότερα ονομάζονταν και ισνάφια ή σινάφια.
Υπήρχαν συντεχνίες από χρυσικούς, από χαλκωματάδες, χτιστάδες, ακόμη και ψωμάδες, τερζήδες και άλλους.
Κάθε συντεχνία είχε το δικό της προστάτη Άγιο, το δικό της τρόπο ζωής και τη δική της ιδιαίτερη ιεραρχία. Για να προστατεύει τα μικρά και μεγάλα μυστικά της τέχνης της, η κάθε συντεχνία δημιούργησε ιδιαίτερη συνθηματική γλώσσα, που τη χρησιμοποιούσε ιδίως κατά τη διάρκεια των ταξιδιών (τα Κουδαρίτικα των χτιστάδων, τα Ντόρτικα, τα Κοσμίτικα των χτενάδων του Κοσμά και άλλα).
Η μαστορίστικη γλώσσα των τεχνιτών της Στεμνίτσας, τα στεμνιτσιώτικα ή. τα μεστιτσιώτικα όπως ονομάζονταν συνθηματικά, είναι από τις πιο παλιές του -είδους και κύριο γνώρισμά της έχει τον αναγραμματισμό.
Επιγραμματική είναι η φράση σιμό και σιμό, γνωστή σε κάθε στεμνιτσιώτη τεχνίτη, Αναφέρεται για έναν τεχνίτη, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, που έφτιαξε τα καντήλια μιας εκκλησιάς κάνοντας στο ασήμι τη σχετική του νοθεία. Όπως όμως ήταν επόμενο, οι επίτροποι της εκκλησιάς δεν έμειναν ευχαριστημένοι από τα «ασημένια» καντήλια και υποχρέωσαν τον τεχνίτη να ορκιστεί μπροστά στην εικόνα ότι τα καντήλια ήσαν ανόθευτα, όλο ασήμι.
Και ο στεμνιτσιώτης χρυσικός αναγκάστηκε να ορκιστεί ότι .. ((τα καντήλια που έφτιαξα είναι σιμό και σιμό και τάκω από τη σέμη. Ο ίδιος εννοούσε: μισό και μισό (το ασήμι) και μάλιστα σε αναλογία κάτω από τη μέση, ενώ οι αντίδικοι εξήγησαν τη φράση ως: «ασημό και ασημό», δηλαδή ασήμι πεντακάθαρο.
Πηγή: Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας