Χτισμένη στην καρδιά της Αρκαδίας

[tabby title="Αναφορές"]

Στεμνίτσα 42 χλμ. απο την Τρίπολη.
Σκαρφαλωμένη σε μια πλαγιά του Μαίναλου και χτισμένη αμφιθεατρικά στα 1.080 μέτρα, η Στεμνίτσα κατέχει περίοπτη θέση στην επαρχία της Γορτυνίας.Είναι ορεινός διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός και χαρακτηρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους της Πελοποννήσου. Πιθανότατα, έχει χτιστεί πάνω στα ερείπια βυζαντινού οικισμού, ενώ το όνομα “Υψούς”, που χρησιμοποιήθηκε από τα 1928 έως τα 1981, οφείλεται στον αρχαίο περιηγητή Παυσανία, ο οποίος τοποθετεί εδώ την ομώνυμη αρχαία πόλη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στη Στεμνίτσα λειτουργούν ακόμα 18 εκκλησιές.Οι τεχνίτες που έφτιαχναν καμπάνες ήταν από τους καλύτερους και πιο φημισμένους στην Ελλάδα. Από τους πρώτους μεταβυζαντινούς αιώνες η Στεμνίτσα εξελίχθηκε σε σπουδαίο βιοτεχνικό κέντρο με ακμάζουσα μεταλλοτεχνία και αργυροχρυσοχοΐα. Οι πλανόδιοι τεχνίτες (χρυσικοί, χαλκοματάδες, καλαντζήδες, ασημιτζήδες) πουλούσαν οι ίδιοι τα προϊόντα τους και χρησιμοποιούσαν συνθηματική γλώσσα (τα μεστιτσιώτικα), για να διαφυλάξουν τα επαγγελματικά τους μυστικά! Στους πρώτους μήνες της Ελληνικής Επανάστασης του ’21 η Στεμνίτσα έγινε μια μικρή ορεινή πρωτεύουσα, αφού εδώ συνεδρίαζε η Α΄ Πελοποννησιακή Γερουσία (σε ένα κελί της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής).Η Στεμνίτσα απέχει μόλις οκτώ χιλιόμετρα από τη Δημητσάνα, 46 από την Τρίπολη και από τη διασταύρωση του Αγ. Νικολάου (στον ασφάλτινο δρόμο Δημητσάνας-Στεμνίτσας) μπορείτε να προσεγγίσετε την Ι. Μ. Προδρόμου και την Αρχαία Γόρτυνα.πηγή: in.gr

αθηνόραμαtravel.gr – Ιούνιος 2005 – Επιβλητικά πυργόσπιτα με τοξωτά υπέρθυρα, πέτρινα καλντερίμια που ανηφορίζουν περνώντας κάτω από τις καμάρες (θυμίζουν τα βυζαντινά «διαβατικά») των σπιτιών και χάνονται μέσα στις καρυδιές και τις κερασιές, κεφαλόβρυσα στη σκιά αιωνόβιων πλατάνων και μια ζωντανή πλατεία γεμάτη καφενεία και ταβέρνες συνθέτουν ένα από τα ομορφότερα χωριά της Αρκαδίας. Ακόμη κι αν δεν μείνετε στη Στεμνίτσα, θα έρθετε για να περπατήσετε στα σοκάκια με τα υπέροχα σπίτια και να καθίσετε για φαγητό ή γλυκό (η Στεμνίτσα φημίζεται για τα μυγδαλάτα, ένα είδος σκαλτσουνιού) στην ανανεωμένη –μετά τις πρόσφατες εργασίες ανάπλασης– πλατεία, που αποτελεί το κέντρο του χωριού. Η σχολή αργυροχρυσοχοΐας, που στεγάζεται σ’ ένα επιβλητικό πέτρινο κτίριο στο κέντρο του χωριού, συνεχίζει την παραδοσιακή τέχνη – οι Στεμνιτσιώτες ήταν διάσημοι για τις επιδόσεις τους στη μεταλλουργία και οι καμπάνες ορισμένων από τις πιο φημισμένες εκκλησίες των παραδουνάβιων χωρών λέγεται ότι φτιάχτηκαν από τα χέρια τους. Τις καθημερινές η έκθεση της σχολής είναι επισκέψιμη, αλλιώς περάστε από τα εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας που έχουν ανοίξει κάποιοι από τους αποφοίτους της σχολής, όπου μπορείτε να αγοράσετε χειροποίητα κοσμήματα, αλλά και αντίγραφα σπάνιων νομισμάτων.Δεν νοείται να φύγετε από το χωριό χωρίς να επισκεφτείτε το Λαογραφικό Μουσείο, ένα από τα πιο αξιόλογα στο είδος του, το οποίο εκτός από τα εκθέματά του, οργανώνει επιστημονικά συνέδρια και εκπαιδευτικά προγράμματα. Ο παραδοσιακός φούρνος βγάζει καθημερινά λαχταριστό ψωμί, ενώ αν πεινάσετε, προτιμήστε το Συμπόσιο για πίτες και σπιτικά μαγειρευτά και την ψησταριά Σαρακινιώτη για ντόπια κρέατα στα κάρβουνα. Εκτός από τον κεντρικό δρόμο με τα εντυπωσιακά πυργόσπιτα (όπως αυτό του Ροϊλού), η συνοικία Παλαμηδέικα, το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγεί στη Μάνα του Νερού (την πηγή ύδρευσης του χωριού), η πλαγιά της Πέρα Μεριάς, γεμάτη αμυγδαλιές και κυπαρίσσια, το Αεράκι, απ’ όπου απολαμβάνετε ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα με θέα στο Ιόνιο και στα βουνά της Ζακύνθου, καθώς και το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής με το νερόμυλο του Τσαγκούρου είναι αναμφίβολα κίνητρα για κοντινούς περιπάτους.Χωματόδρομος από τη Στεμνίτσα (αλλά και από το Ελληνικό και τη Μονή Φιλοσόφου) οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο της Γόρτυνας, που θεωρείται μια από τις σημαντικότερες αρκαδικές πόλεις της αρχαιότητας. Το Ρωμαϊκό Ωδείο, τα ερείπια του ναού του Απόλλωνα (7ος αι. π.Χ.) και της ακρόπολης (10ος-6ος αι. π.Χ.) και η τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Τίτου (7ος αι. μ.Χ.) θεωρούνται από τα σημαντικότερα σωζόμενα μνημεία.

αθηνόραμα.gr – 17/5/2007 – Kαθισμένη στην αυλή του «Χειμωνιάτικου Δωματίου» του ξενώνα «Μπελλαίικο», σε ένα ύψωμα στην έξοδο της Στεμνίτσας, διαφωνώ κατά βάθος με το όνομα του δωματίου (παρότι έτσι το έλεγαν παραδοσιακά) αλλά και με τη συνήθειά μας να ερχόμαστε στην Αρκαδία κυρίως το χειμώνα.Η εκπληκτική θέα στη Στεμνίτσα, με φόντο τις κορυφές των βουνών και το δάσος, είναι καλύτερη και από… κατάστρωμα κρουαζιερόπλοιου. Το περιβάλλον είναι ιδανικό για ανοιξιάτικα weekends αναζωογόνησης, ακόμη και για καλοκαιρινές διακοπές.Το Μπελλαίικο (27950/81286, www.mpelleiko.gr) είναι ένας από τους ομορφότερους καινούργιους ξενώνες στην περιοχή – και μάλιστα σε ένα χωριό δημοφιλές όπως η Στεμνίτσα, στο οποίο όμως δεν υπήρχε αντιστοίχου ύφους πρόταση διαμονής. Το στιλ είναι λιτό, με σεβασμό στα παραδοσιακά στοιχεία του σπιτιού, η φιλοξενία προσωπική και με μεράκι. Ακόμη έχω στο στόμα τη γεύση της σπιτικής τυρόπιτας με φρέσκα αρωματικά του βουνού που πετύχαμε στο πρωινό.

www.travelphoto.gr – Νοε. 2010

Σκαρφαλωμένη στο Μαίναλο, η Στεμνίτσα αποτελεί ένα από τα πιο όμορφα αλλά και τουριστικά χωριά, χωρίς όμως να χάνει κάτι απο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, στην ορεινή Αρκαδία.

Χτισμένη σε υψόμετρο 1.100 μέτρων, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης είχε γίνει η αγαπημένη κρυψώνα και το βασικό κέντρο εξορμήσεων του μεγάλου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το σημερινό της όνομα είναι σλαβικής προέλευσης, σημαίνει «τόπος σκιερός και δασώδης» και οφείλεται στην ορεινή και ιδιαίτερη φύση του αρκαδικού τοπίου.

Πάντως, σύμφωνα με τη μυθολογία η Στεμνίτσα χτίστηκε από τον Υψούντα, γιο του Αρκάδα βασιλιά Λυκάονα, και ονομάστηκε Υψούς: όνομα με το οποίο είναι μέχρι και σήμερα γνωστή. Ο επισκέπτης του χωριού μπορεί να απολαύσει τις βόλτες του στα πέτρινα καλντερίμια ακολουθώντας διαδρομές που ξεκινούν από τη γραφική κεντρική πλατεία και περνούν δίπλα από κάποια επιβλητικά πυργόσπιτα και κάτω από καστανιές, καρυδιές και κερασιές. Μία τέτοια χαρακτηριστική διαδρομή είναι και αυτή προς το ύψωμα με το Ηρώον των αγωνιστών του 1821.
Μετά από ήπια ανάβαση μέσα από τα στενά σοκάκια του χωριού, η θέα πραγματικά αποζημιώνει τον επισκέπτη…
περισσότερα στο www.travelphoto.gr/stemnitsa-village-arcadia/

[tabby title=”Ιστορία”]

Η Στεμνίτσα, μια όμορφη κωμόπολη της Αρκαδίας, είναι κτισμένη πάνω στις πλαγιές του Μαινάλου. Η ιστορία της Στεμνίτσας χάνεται στα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια, και μόνο τον 16ο αι. βρίσκουμε τις πρώτες γραπτές αναφορές γι΄αυτήν. Από τον 18ο αι. με την αύξηση του πληθυσμού της, η Στεμνίτσα, αναπτύσσεται σε σπουδαίο κεφαλοχώρι, σε Χώρα όπως λεγόταν και παράλληλα σημειώνει ξεχωριστή πνευματική, καλλιτεχνική και οικονομική ανάπτυξη. Στα χρόνια του Αγώνα η Στεμνίτσα πρόσφερε πολλά, μαζί τις γειτονικές της πόλεις της Γορτυνίας. Χαρακτηριστική είναι προσφώνηση προς τους Στεμνιτσιώτες του Γορτύνιου πρωθυπουργού Θ. Δεληγιάννη: «Ελλήνων εξυπνότεροι οι Πελοποννήσιοι, Πελοποννησίων οι Αρκάδες, Αρκάδων οι Γορτύνιοι και Γορτυνίων οι Στεμνιτσιώτες».

Η ακμή της Στεμνίτσας συνεχίστηκε ολόκληρο τον 19ο αι., ενώ από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., όταν η μετανάστευση προς το εξωτερικό, αλλά και προς τα αστικά κέντρα του εσωτερικού, γενικεύτηκε, άρχισε και για τη Στεμνίτσα ο μαρασμός. Η παλαιά Χώρα Στεμνίτσα με τους 3.000 κατοίκους, σήμερα είναι χωριό με ολιγάριθμο πληθυσμό που ωστόσο κρατά ζωντανή την πλούσια ιστορία του.

Η αρχή τις ιστορίας της Στεμνίτσας, ή ελληνοπρεπέστερα του Υψούντος, πρέπει να αναζητηθεί στα βάθη των αιώνων, σ’ αυτή την αρχαία ελληνική μυθολογία που οι ρίζες της βρίσκονται στους προϊστορικούς χρόνιους. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μυθολογία ο βασιλιάς

Λυκάονας τον οποίο ο Δίας οργισμένος μεταμόρφωσε σε Λύκο, είχε πενήντα γιους και μία κόρη. Καθένας από τους γιους του έκτισε μία πόλη στην περιοχή δίνοντάς της το όνομά του. Έτσι ο Υψούς έκτισε την ομώνυμη προς αυτόν πόλη.

Η ιστορία της παρακολουθεί τις ιστορικές στιγμές του Ελλαδικού χώρου, χωρίς, όμως, κατά την αρχαιότητα να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις.

Τα πρώτα Βυζαντινά μνημεία του Υψούντος χρονολογούνται γύρω στον 6ο αιώνα μ.Χ. Κατά συνέπεια με βεβαιότητα θεωρείται ότι από τότε την περιοχή κατοικούσαν Χριστιανοί οι οποίοι ασχολούνταν με τη η γεωργία και τη βιοτεχνία. Οι τεχνίτες γυρίζοντας στις περιοχές της νοτιότερης Πελοποννήσου ασκούσαν την τέχνη τους ενώ φυσικό επακόλουθο ήταν το φαινόμενο της μόνιμης αποδημίας Υψουντίων σε άλλες, ευφορότερες περιοχές.

Η: μετονομασία του Υψούντος σε Στεμνίτσα τοποθετείται το 746 μ.Χ. χρόνος κατά τον οποίο στην Πελοπόννησο ενέσκηψε πανώλη. Ο αποδεκατισμός των κατοίκων της περιοχής και το έντονο δημογραφικό πρόβλημα που προκλήθηκε, οδήγησε τον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνο τον Ε’, στην απόφαση να επιτρέψει την ειρηνική μετοίκηση Σλάβων από βόρειες περιοχές στην Πελοπόννησο.

Οι επήλυδες ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία και τη γεωργία και, όπως είναι φυσικό, τους τόπους τους οποίους κατοικούσαν τους ονόμαζαν ανάλογα με τη φυσιολογία τους. Έτσι την περιοχή του Υψούντος την ονόμασαν Στεμνίτσα που σημαίνει δασώδης.

Το κάστρο, όπως και σήμερα ονομάζεται, είναι μάρτυρας της επέλασης των Φράγκων από την περιοχή και αποτελούσε το οχυρό των κατακτητών. Οι Έλληνες και οι εξελληνισθέντες Σλάβοι δεν τους συμπαθούσαν και ζητούσαν ευκαιρία να ξεσηκωθούν εναντίον τους. Αποτελούσε δε η Στεμνίτσα ένα από τα εικοσι δύο φέουδα της Βαρωνίας του Γάλλου ευγενή Ούγο Δεβρυγέρ.

Μετά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και κατά την Τουρκοκρατία, η Στεμνίτσα γνώρισε ακμή όπως μαρτυρούν τα μνημεία. Η ακμή αυτή οφείλεται στην ορεινή και απόκρημνη θέση την οποία κατέχει διότι σ’ αυτήν κατέφευγαν επιφανείς οικογένειες Ελλήνων άλλων περιοχών, προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες του τούρκικου ζυγού. Στη συνέχεια και λόγω αυτού του γεγονότος, η Στεμνίτσα εξελίσσεται σ’ ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά και βιοτεχνικά κέντρα της Πελοποννήσου.

Η κληρονομική τέχνη της κατασκευής εκκλησιαστικών κωδώνων, η τέχνη του καμπανά, καθώς και οι τέχνες της κατασκευής κηροπηγίων, της αργυροχοΐας και χρυσοχοΐας ήσαν μερικές από τις σπουδαιότερες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής του τόπου, μαζί με αυτές του κηροπλάστη, του γανωματή ή του μπαλωματή…

Κατά τα τέλη του 170υ αιώνα ιδρύεται η Ελληνική Σχολή Στεμνίτσης στη βιβλιοθήκη της οποίας υπήρχαν χιλιάδες τόμων. Η Σχολή συνέβαλε ουσιαστικά στην πνευματική καλλιέργεια των κατοίκων της περιοχής.

Μεγάλο πλήγμα επιδρομέων υφίσταται η Στεμνίτσα μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Ορλώφ στα 1770. Η επέλαση των Τουρκαλβανών δεν άφησε ανέπαφη τη Στεμνίτσα αλλά αντίθετα προκαλεί καταστροφές, οι δε κάτοικοί της σώζονται από θαύμα ενώ είχαν κλειστεί στη μονή του Προδρόμου.

‘Όμως, η Στεμνίτσα πρόκειται να συνδέσει το όνομά της με τη μορφή του εθνικού ήρωα, πρωταγωνιστή της επανάστασης του 1821, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ήδη από το 1802, όποτε διέτρεχε κίνδυνο από τους Τούρκους, ο γέρος του Μωριά κατέφευγε στη Στεμνίτσα την οποία υπεραγαπούσε. Μετά τον ξεσηκωμό των Ελλήνων η Στεμνίτσα θα αποτελέσει το κέντρο των επιχειρήσεών του, ενώ σ’ αυτήν θα βρει παρηγοριά στη λύπη του από το χαμό του γιου του.

Η Εθνική Επανάσταση του 1821 βρίσκει τους Στεμνιτσιώτες έτοιμους. Σώμα που αποτελούσαν όσοι απ’ αυτούς ήσαν ικανοί να φέρουν όπλα, την 25η Μαρτίου, με οπλαρχηγούς τους Κωνσταντίνο Αλεξανδρόπουλο, Γεώργιο, Βασίλειο και Δημήτρη Ροϊλό, ενώθηκαν με άλλους και, κάτω από τις διαταγές του Κολοκοτρώνη, μετείχαν στην πολιορκία της Καρύταινας.

Δύο μήνες μετά την έναρξη του αγώνα, η Στεμνίτσα επιλέγεται από τη Συνέλευση των Καλτετζών ως έδρα της Α’ Πελοποννησιακής Γερουσίας περνώντας στο προσκήνιο της Ιστορίας.

Στεμνίτσα ή Υψούς ονομασίες που κλείνουν μέσα τους από τη μια πληροφορίες γύρω από χωρογραφία της περιοχής κι από την άλλη στιγμές της τοπικής ιστορίας. Μια γωνιά της ορεινής Αρκαδίας με μνημεία ικανά να ξεδιπλώσουν στα μάτια του σύγχρονου επισκέπτη τις περιπέτειες του Ελληνισμού από την εποχή του Ομήρου ως σήμερα….

Πηγή: Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας

[tabby title=”Αρχιτεκτονική”]
Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η Στεμνίτσα είναι ένας πλούσιος αρχιτεκτονικά οικισμός. Είναι χτισμένη ανάμεσα από τέσσερις ρεματιές. Τα σπίτια είναι εξέλιξη ενός αρχικού πρότυπου ορθογώνιας κάτοψης, του «μακριναριού», που με τη σειρά του απηχεί παμπάλαια αρχέτυπα και προσαρμόζονται πάντα στη δυναμική του εδάφους με τον διαμήκη άξονά τους σχεδόν πάντα κάθετο στις ισοϋψείς καμπύλες. Το στενό τους μέτωπο είναι στραμμένο προς τη θέα. Αυτό, σε συνδυασμό με τις πολλαπλές θέες που προκύπτουν από τη ρυθμική εναλλαγή πλαγιών, ρεματιών και υψωμάτων, προσδίδει μια ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια στο οικιστικό σύνολο.

Η καρδιά του οικισμού είναι ένας στενός δρόμος γεμάτος στροφές και γεφύρια, η «δημοσιά», που γύρω του συγκεντρώνονται τα δημόσια κτίρια μαζί με τα μαγαζιά και τα εργαστήρια. Εκεί που ο δρόμος πλαταίνει περισσότερο, σχηματίζεται η πλατεία, κοινωνικός πυρήνας του χωριού με την εκκλησία, το καμπαναριό, το δημαρχείο, τα καφενεία. Από τον κύριο δρόμο ξεκινά ένα ακανόνιστο πυκνό πλέγμα πέτρινων δρομίσκων, τα «καλντερίμια» που ανεβοκατεβαίνουν με μεγάλη ελευθερία και γραφικότητα, περνούν από σπίτια και αυλές, από στενά χαγιάτια και σκιερούς θόλους. Άλλοι σταματούν ξαφνικά μπροστά σε μεγάλες τοξωτές αυλόθυρες και άλλοι γίνονται μονοπάτια προς τα χωράφια, τις πηγές του δάσους και τα μακρινά ξωκλήσια.

Η γυμνή πέτρα από μακριά προσδίδει στον οικισμό τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, την αίσθηση της στερεότητας, της διάρκειας και της εναρμόνισης με το τραχύ, ορεινό τοπίο, ενώ από κοντά φανερώνει τη μαστοριά του τεχνίτη στις λεπτομέρειες λάξευσης και αρμολογήματος, στους συνδυασμούς των δομικών μορφών και στη διακόσμηση.

Οι όγκοι των σπιτιών σε μια τέτοια αρχιτεκτονική της πέτρας διαγράφονται αυστηρά και με έμφαση στις ακμές. Τα ανοίγματα είναι μικρά και, όσο κι αν μεγαλώνουν αργότερα σε διαστάσεις και αριθμό, η κυριαρχία του συμπαγούς στις επιφάνειες των τοίχων διατηρείται. Τα μπαλκόνια είναι επίσης μεταγενέστερη επίδραση και δεν ανήκουν στην τοπική παράδοση, ενώ υπάρχουν και πολύ λίγες περιπτώσεις «σαχνισιών», δηλαδή του κλειστού εξώστη που συναντάμε στη Βόρεια Ελλάδα. Η κάλυψη στα στεμνιτσιώτικα σπίτια γίνεται με κεραμοσκέπαστη στέγη που στηρίζεται σε ξύλινη κατασκευή.

Ο κατεξοχήν αρχιτεκτονικός τύπος σπιτιών είναι ο πλατυμέτωπος, ορθογώνιος, με αναλογίες περίπου ένα προς δύο, συμπαγής αυστηρός όγκος, λιτός σε μορφολογικά στοιχεία. Στην αρχαιότερή του μορφή είναι διώροφος με κύριο χώρο ζωής την πάνω στάθμη, το «ανώι», στην οποία οδηγεί πέτρινη εξωτερική σκάλα, ενώ το ισόγειο θολωτό μονόχωρο, το «κατώι», λειτουργεί σαν αποθήκη και στάβλος με ξεχωριστή είσοδο από την αυλή. Το ανώι με το κατώι συνδέονται συχνά απευθείας με απότομη ξύλινη σκάλα διαμέσου μιας οριζόντιας καταπακτής, την «τράπα».

Η αυλή, εκτός από τον καθαρά βοηθητικό της ρόλο, αποκτά και τη σημασία προδρόμου καθώς η κύρια είσοδος του σπιτιού βλέπει σ’ αυτή, γι’ αυτό και διαμορφώνεται επιμελημένα. Η πέτρινη σκάλα που καταλήγει σε ξύλινο χαγιάτι μπροστά από την πόρτα του ανωγιού, έχει ξεχωριστή σημασία στη λειτουργία αλλά και στην αντίληψη της κατοίκησης του στεμνιτσιώτικου σπιτιού.

Ο εσωτερικός χώρος του ανωγιού είναι τριμερής και διαμορφώνεται με την παρεμβολή ελαφρών ξύλινων χωρισμάτων (μπαγδατί). Οι τρεις κύριοι χώροι του είναι: η εμπατή ή μπασιά, χώρος εισόδου συνηθέστερα ανατολικά, και απέναντι η καμαρούλα, μικρή αποθήκη και καμιά φορά χώρος ύπνου. Το χειμωνιάτικο, είναι ο κατεξοχήν χώρος διημέρευσης, με τζάκι, πέτρινο δάπεδο που βρίσκεται πάνω από το θόλο του κατωγιού. Σ’ αυτόν υπάρχουν ελάχιστα ανοίγματα ή συνήθως ένα μικρό. Το χειμωνιάτικο είναι ένα σκοτεινό δωμάτιο, κατευθείαν απόγονος προϊστορικών τύπων κατοικίας. Τέλος, υπάρχει η σάλα, το καλό δωμάτιο, με ξύλινο σανιδένιο πάτωμα -απ’ όπου και η τοπική ονομασία της σάλας: «πάτωμα».Η σάλα είναι όμορφο δωμάτιο με πολλά ανοίγματα και πολύ φως, συνήθως μεσημβρινό και με θέα.

Την εποχή της ακμής και του πλούτου της Στεμνίτσας, από τα μέσα του 19ου αιώνα περίπου, ο αρχικός μονώροφος, πλατυμέτωπος τύπος σπιτιού διαμορφώνεται σε πολυώροφο, ενώ η κάτοψη εξελίσσεται προσθετικά. Σε πρώτη φάση προστίθεται απλά όροφος που επικοινωνεί με το ισόγειο με εσωτερική σκάλα. Η ανάγκη εξεύρεσης περισσότερων χώρων οδηγεί στη μεταλλαγή του αρχικού αυστηρού ορθογώνιου της κάτοψης με αποτέλεσμα την εμφάνιση των παραλλαγών «σχήματος Γ», «τετραγώνου» ή και «δίδυμων σπιτιών» με νεοκλασικές (αστικές) επιδράσεις. Σιγά-σιγά οι λειτουργίες διαχωρίζονται και τα δωμάτια στον όροφο γίνονται περισσότερα. Ο εσωτερικός χώρος οργανώνεται επίσης με τη χρήση ξύλινων μεσοτοιχιών ( μπαγδατί) και παρουσιάζει σαφώς μεγαλύτερη εξειδίκευση χώρων απ’ ότι στο παρελθόν (δευτερεύοντες χώροι, μαγειριό, λουτρό).

Το πυργόσπιτο που δημιουργείται, προσαρμοσμένο στις έντονες υψομετρικές διαφορές, έχει διώροφη όψη στο δρόμο, ενώ στις υπόλοιπες εμφανίζεται τριώροφο, τετραώροφο, ακόμα και πενταώροφο ανάλογα με την κλίση. Στην πορεία εξέλιξης του τύπου παρατηρείται ακόμα αύξηση του αριθμού και του μεγέθους των παραθύρων, εμφάνιση μικρών εξωστών με σιδεριά αντί για ξύλινο χαγιάτι και έντονη επίδραση νεοκλασικών προτύπων ιδιαίτερα στη μορφολόγηση.

Πηγή: Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας

[tabby title=”Τέχνες”]
Οι Στεμνιτσιώτες, φημισμένοι τεχνίτες, ιδιαίτερα από τον 17ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα, διακρίθηκαν ιδιαίτερα στην επεξεργασία των μετάλλων από τα οποία χρησιμοποίησαν κάθε είδος, από τα πιο απλά μέχρι και τα πιο πολύτιμα.

Αποτέλεσμα ήταν η Στεμνίτσα να γνωρίσει μεγάλη δόξα, χάρη στους χαλκωματάδες, τους μπρουντζάδες και κυρίως τους χρυσικούς της.

Οι περισσότεροι τεχνίτες της Στεμνίτσας εξασκούσαν την τέχνη τους σε μόνιμα εργαστήρια, παράλληλα όμως ήσαν και πλανόδιοι. Ταξίδευαν το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου και έφταναν πολύ πιο πέρα από τα όρια της Αρκαδίας ή της Πελοποννήσου. Έφταναν μάλιστα στα νησιά του Ιονίου και έως την ξακουστή Πόλη και από την Αίγυπτο και την Κύπρο έως το Δούναβη.

Τα ταξίδια τους αυτά γίνονταν από οργανωμένες ομάδες τεχνιτών, τις κουμπανίες ή τα μπουλούκια όπως ονομάζονταν. Οι μετακινήσεις αυτές διακρίνονταν σε μακρινά ταξίδια πολλών μηνών και σε κοντινά που διαρκούσαν λίγους μήνες. Υπήρχαν όμως και τεχνίτες που έκαναν πολύ κοντινά και ολιγοήμερα ταξίδια, απλώς για να καλύψουν προσωρινές ανάγκες.

Οι τεχνίτες της κάθε μιας ειδικότητας, για να προστατεύουν τα δικαιώματά τους, ήσαν ήδη από τα βυζαντινά χρόνια οργανωμένοι σε συντεχνίες , που αργότερα ονομάζονταν και ισνάφια ή σινάφια.

Υπήρχαν συντεχνίες από χρυσικούς, από χαλκωματάδες, χτιστάδες, ακόμη και ψωμάδες, τερζήδες και άλλους.

Κάθε συντεχνία είχε το δικό της προστάτη Άγιο, το δικό της τρόπο ζωής και τη δική της ιδιαίτερη ιεραρχία. Για να προστατεύει τα μικρά και μεγάλα μυστικά της τέχνης της, η κάθε συντεχνία δημιούργησε ιδιαίτερη συνθηματική γλώσσα, που τη χρησιμοποιούσε ιδίως κατά τη διάρκεια των ταξιδιών (τα Κουδαρίτικα των χτιστάδων, τα Ντόρτικα, τα Κοσμίτικα των χτενάδων του Κοσμά και άλλα).

Η μαστορίστικη γλώσσα των τεχνιτών της Στεμνίτσας, τα στεμνιτσιώτικα ή. τα μεστιτσιώτικα όπως ονομάζονταν συνθηματικά, είναι από τις πιο παλιές του -είδους και κύριο γνώρισμά της έχει τον αναγραμματισμό.

Επιγραμματική είναι η φράση σιμό και σιμό, γνωστή σε κάθε στεμνιτσιώτη τεχνίτη, Αναφέρεται για έναν τεχνίτη, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, που έφτιαξε τα καντήλια μιας εκκλησιάς κάνοντας στο ασήμι τη σχετική του νοθεία. Όπως όμως ήταν επόμενο, οι επίτροποι της εκκλησιάς δεν έμειναν ευχαριστημένοι από τα «ασημένια» καντήλια και υποχρέωσαν τον τεχνίτη να ορκιστεί μπροστά στην εικόνα ότι τα καντήλια ήσαν ανόθευτα, όλο ασήμι.

Και ο στεμνιτσιώτης χρυσικός αναγκάστηκε να ορκιστεί ότι .. ((τα καντήλια που έφτιαξα είναι σιμό και σιμό και τάκω από τη σέμη. Ο ίδιος εννοούσε: μισό και μισό (το ασήμι) και μάλιστα σε αναλογία κάτω από τη μέση, ενώ οι αντίδικοι εξήγησαν τη φράση ως: «ασημό και ασημό», δηλαδή ασήμι πεντακάθαρο.

Πηγή: Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας

[tabby title=”Φωτογραφίες”]


[tabbyending]

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ